- υπεραγωγός
- ο, Ν [αγωγός]φυσ. υλικό το οποίο παρουσιάζει υπεραγωγιμότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπεραγωγός — ο ηλεκτρικός αγωγός που η ηλεκτρική του αντίσταση μηδενίστηκε από την πτώση της θερμοκρασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρύοτρον — το (ηλεκτρολ.) στοιχείο ηλεκτρικού κυκλώματος το οποίο υπό κανονικές συνθήκες συμπεριφέρεται ως ηλεκτρική αντίσταση, όταν όμως δεχθεί την επίδραση ενός ισχυρού μαγνητικού πεδίου συμπεριφέρεται ως υπεραγωγός, λόγος για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε… … Dictionary of Greek
υπεραγωγιμότητα — Φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει απότομα στο μηδέν η ηλεκτρική αντίσταση μερικών μετάλλων, όταν οδηγηθούν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· η θερμοκρασία στην οποία πραγματοποιείται η πτώση της αντίστασης ενός δεδομένου υλικού καλείται κρίσιμη… … Dictionary of Greek
έρβιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Er· ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος –υποομάδα των λανθανίδων ή σπάνιων γαιών– έχει ατομικό αριθμό 68 και ατομικό βάρος 126,27. Έχει έξι φυσικά σταθερά ισότοπα. Το ανακάλυψε το 1843 ο Σουηδός χημικός… … Dictionary of Greek